Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγαναχτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αγανακτ|ώ [aɣanakˈtɔ], αγαναχτ|ώ [aɣanaxˈtɔ] <-είς, -ησα, -ισμένος> VERB αμετάβ

II . αγανακτ|ώ [aɣanakˈtɔ], αγαναχτ|ώ [aɣanaxˈtɔ] <-είς, -ησα, -ισμένος> VERB μεταβ (θυμώνω κάποιον)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский