Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβοήθητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβοήθητ|ος <-η, -ο> [avɔˈiθitɔs] ΕΠΊΘ

αβοήθητος
μόνος κι αβοήθητος

Παραδειγματικές φράσεις με αβοήθητος

μόνος κι αβοήθητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский