Ελληνικά » Γερμανικά

αμπέλι [amˈbɛli] SUBST ουδ

1. αμπέλι (φυτό):

Weinrebe θηλ

2. αμπέλι (αμπελώνας):

Weingarten αρσ

3. αμπέλι (σε πλαγιά):

Weinberg αρσ

αμπαλάζ [ambaˈlaz] SUBST ουδ

ταμπέλα [taˈbɛla] SUBST θηλ

αμπελώνας [ambɛˈlɔnas] SUBST αρσ

1. αμπελώνας (έκταση κατάφυτη):

Weingarten αρσ

2. αμπελώνας (σε πλαγιά, όπως συνήθως στη Γερμανία):

Weinberg αρσ

αμπέρ [amˈbɛr] SUBST ουδ αμετάβλ

αμπάρα [amˈbara], μπάρα [ˈbara] SUBST θηλ

άμπωτη [ˈambɔti] SUBST θηλ

αμπάρι [amˈbari] SUBST ουδ (αποθήκη)

αγέλη [aˈjɛli] SUBST θηλ

1. αγέλη (πρόβατα, βόδια):

Herde θηλ

2. αγέλη (ελέφαντες):

Herde θηλ
Horde θηλ

3. αγέλη (λύκοι, σκυλιά):

Rudel ουδ

4. αγέλη μτφ (άνθρωποι):

Horde θηλ

αμελ|ής <-ής, -ές> [amɛˈlis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский