Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άδολος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άδολ|ος <-η, -ο> [ˈaðɔlɔs] ΕΠΊΘ

1. άδολος (γνήσιος):

άδολος

2. άδολος (ειλικρινής):

άδολος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский