Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άβολος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άβολ|ος <-η, -ο> [ˈavɔlɔs] ΕΠΊΘ

1. άβολος (ώρα):

άβολος

2. άβολος (σπίτι):

άβολος

3. άβολος (κάθισμα):

άβολος

4. άβολος (εργαλεία):

άβολος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский