Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνεύμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πνεύμα [ˈpnɛvma] SUBST ουδ

1. πνεύμα:

πνεύμα
Geist αρσ
ένας λόγος όλο πνεύμα
πνεύμα της εποχής
Zeitgeist αρσ
ομαδικό πνεύμα
Gruppengeist αρσ
der Heilige Geist αρσ

2. πνεύμα ΓΛΩΣΣ:

πνεύμα
Spiritus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский