Γερμανικά » Ελληνικά

schon [ʃoːn] ΕΠΊΡΡ

5. schon (noch, sicherlich):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский