Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιαβίβαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιαβίβαστ|ος <-η, -ο> [aðiaˈvivastɔs] ΕΠΊΘ

αδιαβίβαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский