Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιάλεχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιάλεχτ|ος <-η, -ο> [aˈðjalɛxtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιάλεχτος (που δεν έχει επιλεχτεί):

αδιάλεχτος

2. αδιάλεχτος (που δε διαχωρίστηκε κατά είδος):

αδιάλεχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский