Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιάβροχο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιάβροχο [aðiˈavrɔxɔ] SUBST ουδ

αδιάβροχο
Regenmantel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αδιάβροχο

αδιάβροχο καπέλο
Regenhut αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский