Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδημονώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδημον|ώ <-είς, -ησα> [aðimɔˈnɔ] VERB αμετάβ (είμαι ανυπόμονος)

αδημονώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский