Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδερφάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδερφάκι [aðɛrˈfaci] SUBST ουδ

1. αδερφάκι (αδελφός):

αδερφάκι
αδερφάκι
kleiner Bruder αρσ
αδερφάκι
Brüderlein ουδ

2. αδερφάκι (αδελφή):

αδερφάκι
αδερφάκι
kleine Schwester θηλ
αδερφάκι
Schwesterlein ουδ

3. αδερφάκι οικ:

…, αδερφάκι μου!
…, mein Freund!

Παραδειγματικές φράσεις με αδερφάκι

…, αδερφάκι μου!
…, mein Freund!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский