Ελληνικά » Γερμανικά

αδήλωτ|ος <-η, -ο> [aˈðilɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδήλωτος (πολίτης, αυτοκίνητο):

αδήλωτος

2. αδήλωτος (εμπορεύματα):

αδήλωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский