Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγόρευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγόρευσ|η <-εις> [aˈɣɔrɛfsi] SUBST θηλ

1. αγόρευση (γενικά):

αγόρευση
Ansprache θηλ
κάνω αγόρευση

2. αγόρευση ΝΟΜ:

αγόρευση
Plädoyer ουδ
κάνω αγόρευση

Παραδειγματικές φράσεις με αγόρευση

κάνω αγόρευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский