Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγωγός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγωγός [aɣɔˈɣɔs] SUBST αρσ

1. αγωγός (ηλεκτρισμού, θερμότητας):

αγωγός
Leiter αρσ
ηλεκτρικός αγωγός
καλός/κακός αγωγός
γυμνός αγωγός ΗΛΕΚ
blanke Leitung θηλ
αγωγός θερμότητας
Wärmeleiter αρσ
ουδέτερος αγωγός
Nullleiter αρσ
αγωγός ρεύματος
Stromleiter αρσ

2. αγωγός (σωλήνας):

αγωγός
Leitung θηλ
κεντρικός αγωγός
Hauptleitung θηλ
αγωγός νερού
Wasserleitung θηλ

3. αγωγός (αυλάκι):

αγωγός
Rinne θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αγωγός

γυμνός αγωγός ΗΛΕΚ
ουδέτερος αγωγός
Nullleiter αρσ
αγωγός ρεύματος
κεντρικός αγωγός
αγωγός νερού
ιοντικός αγωγός
καλός/κακός αγωγός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский