Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγριεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αγρι|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [aɣriˈɛvɔ] VERB μεταβ

1. αγριεύω (εξοργίζω):

αγριεύω

2. αγριεύω (φοβίζω):

αγριεύω κάποιον

II . αγρι|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [aɣriˈɛvɔ] VERB αμετάβ

1. αγριεύω (οργίζομαι):

αγριεύω

2. αγριεύω (χέρια από πολλή δουλειά):

αγριεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский