Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκάλιασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκάλιασμα [aŋˈgaʎazma] SUBST ουδ

αγκάλιασμα
Umarmung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский