Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγαπητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγαπητικός (αγαπητικιά) [aɣapitiˈkɔs, aɣapitiˈca] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγαπητικός (αγαπητικιά)
αγαπητικός (αγαπητικιά)
Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский