Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβρός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβρ|ός <-ή, -ό> [aˈvrɔs] ΕΠΊΘ

1. αβρός (απαλός):

αβρός

2. αβρός (άνθρωπος: από χαρακτήρα):

αβρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский