Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβερνίκωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβερνίκωτ|ος <-η, -ο> [avɛrˈnikɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αβερνίκωτος (παπούτσια):

αβερνίκωτος

2. αβερνίκωτος (νύχια):

αβερνίκωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский