Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβεβαιότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβεβαιότητα [avɛvɛˈɔtita] SUBST θηλ

αβεβαιότητα
Ungewissheit θηλ
κρατάω/αφήνω κάποιον σε αβεβαιότητα

Παραδειγματικές φράσεις με αβεβαιότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский