Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβανταδόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα) [avandaˈðɔrɔs, avandaˈðɔrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αβανταδόρος (εικονικός παίκτης, ως δόλωμα):

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα)
Lockvogel αρσ

2. αβανταδόρος (βοηθός):

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα)
Helfer(in) αρσ (θηλ)

3. αβανταδόρος (ύποπτο άτομο):

αβανταδόρος (αβανταδόρισσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский