Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβάσταχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβάσταχτ|ος <-η, -ο> [aˈvastaxtɔs] ΕΠΊΘ

1. αβάσταχτος (ανυπόφορος):

αβάσταχτος

2. αβάσταχτος (ανυπόμονος):

αβάσταχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский