Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άδεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άδεια [ˈaðia] SUBST θηλ

1. άδεια (παροχή δικαιώματος):

άδεια
Erlaubnis θηλ
άδεια αλιείας
άδεια δόμησης
ειδική άδεια
άδεια εισαγωγής
άδεια εισαγωγής
άδεια εκμετάλλευσης ΟΙΚΟΝ
Lizenz θηλ
Alleinlizenz θηλ
άδεια εμπορίας
Handelslizenz θηλ
άδεια εξαγωγής
άδεια εξόδου
άδεια εργασίας
Gewerbeschein αρσ
Führerschein αρσ
άδεια κυνηγίου
Jagdschein αρσ
άδεια οικοδομής
Waffenschein αρσ
άδεια παραμονής
άδεια πτήσεως

2. άδεια (αποχή από εργασία):

άδεια
Urlaub αρσ
είμαι με/έχω άδεια
παίρνω άδεια

Παραδειγματικές φράσεις με άδεια

άδεια θηλ χρήσης
άδεια θηλ δόμησης
άδεια θηλ κατασκευής
άδεια θηλ εμπορίας
άδεια θηλ οπλοφορίας
άδεια θηλ πώλησης
άδεια θηλ χρησιμοποίησης ΝΟΜ
άδεια θηλ εισαγωγής
άδεια θηλ οδήγησης
άδεια θηλ διέλευσης (έντυπο)
άδεια θηλ κατεδάφισης
άδεια θηλ οικοδομής
άδεια θηλ γάμου
άδεια θηλ πατρότητας
άδεια θηλ μητρότητας
άδεια θηλ εξαγωγής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский