Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άβγαλτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άβγαλτ|ος <-η, -ο> [ˈavɣaltɔs] ΕΠΊΘ

1. άβγαλτος (ρούχα):

άβγαλτος

2. άβγαλτος (απονήρευτος, αθώος):

άβγαλτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский