Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άβαφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άβαφ|ος <-η, -ο> [ˈavafɔs] ΕΠΊΘ

1. άβαφος (ξύλο, τοίχος):

άβαφος

2. άβαφος (ρούχα, μαλλιά):

άβαφος

3. άβαφος (παπούτσια):

άβαφος

4. άβαφος (πρόσωπο):

άβαφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский