Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „rausfliegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

raus|flie·gen ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein οικ

1. rausfliegen (hinausgeworfen werden):

aus der Schule rausfliegen
aus einem Betrieb rausfliegen
to be given the boot [or the push] οικ

2. rausfliegen (weggeworfen werden):

rausfliegen

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

aus einem Betrieb rausfliegen
aus der Schule rausfliegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"rausfliegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文