Γαλλικά » Γερμανικά

I . aguerrir [ageʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. aguerrir (endurcir):

2. aguerrir (habituer à la guerre):

être aguerri(e)

II . aguerrir [ageʀiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "aguerri" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina