Γαλλικά » Γερμανικά

abrité(e) [abʀite] ΕΠΊΘ

abrité(e)

II . abriter [abʀite] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. abriter (se protéger des critiques, reproches):

Παραδειγματικές φράσεις με abrité

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "abrité" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina