Αγγλικά » Γερμανικά

ag·ist ΕΠΊΘ αμερικ, αυστραλ

agist → ageist

Βλέπε και: ageist

age·ist, αμερικ, αυστραλ a. ag·ist [ˈeɪʤɪst] ΕΠΊΘ

age·ist, αμερικ, αυστραλ a. ag·ist [ˈeɪʤɪst] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文